καυχησιάρικος

καυχησιάρικος
καυχησιάρικος, -η, -ο και καυκησιάρικος, -η, -ο
αυτός που λέγεται για καύχηση: Αυτά που λες είναι καυχησιάρικα λόγια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καυχησιάρικος — η, ο [καυχησιάρης] αυτός που λέγεται με καύχηση («καυχησιάρικα λόγια»). επίρρ... καυχησιάρικα με καυχησιάρικο τρόπο …   Dictionary of Greek

  • φαμφαρονίστικος — η, ο αυτός που ταιριάζει σε φαμφαρόνο (βλ. λ.), κομπαστικός, καυχησιάρικος: Φαμφαρονίστικα λόγια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”